εξουσιαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξουσιαστικά < εξουσιαστικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
εξουσιαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξουσιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξουσιαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.