κατεξουσιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατεξουσιάζω < ελληνιστική κοινή κατεξουσιάζω < κατεξουσία < κατ- + αρχαία ελληνική ἐξουσία

Ρήμα

κατεξουσιάζω (παθητική φωνή: κατεξουσιάζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.