ισχύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχύς | οι | ισχύες |
| γενική | της | ισχύος | των | ισχύων |
| αιτιατική | την | ισχύ | τις | ισχύς |
| κλητική | ισχύ | ισχύες | ||
| Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχύς
- για τη σημασία στη φυσική < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική power [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈsçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχύς
Ουσιαστικό
ισχύς θηλυκό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ισχυ-
ισχυ-
- ισχυρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ισχυρο- στο Βικιλεξικό
- ανίσχυρα (επίρρημα)
- ανίσχυρος
- ενισχυμένος
- ενίσχυση & σύνθετα
- ενισχυτής
- ενισχύτρια
- ενισχύω & συγγενικά
- διισχυρίζομαι
- ισχυόμετρο
- ισχυρίζομαι & συγγενικά
- ισχυρός
- ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων & συγγενικά
- ισχυροποίηση
- ισχυροποιώ
- ισχυρότητα
- ισχύτητα
- ισχύω
- ισχύων, ισχύουσα, ισχύον
- κατίσχυση
- κατισχύω & συγγενικά
- μικροενίσχυση
- πανίσχυρα (επίρρημα)
- πανίσχυρος
- προενίσχυση
- προενισχυτής
- ραδιοενισχυτής
- υπερίσχυση
- υπερισχύω & συγγενικά
Διαφορετικής ετυμολογίας είναι οι λέξεις ισχίο, ισχαιμία, ισχιαλγία
-
ισχύς στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ισχύς
Αναφορές
- ισχύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ισχύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισχύς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.