πληρεξουσιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληρεξουσιότητα οι πληρεξουσιότητες
      γενική της πληρεξουσιότητας των πληρεξουσιοτήτων
    αιτιατική την πληρεξουσιότητα τις πληρεξουσιότητες
     κλητική πληρεξουσιότητα πληρεξουσιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληρεξουσιότητα < (καθαρεύουσα) πληρεξουσιότης < πληρεξούσιος + -ότης

Ουσιαστικό

πληρεξουσιότητα θηλυκό

Συνώνυμα

  • πληρεξουσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.