εξουσιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξουσιαστής οι εξουσιαστές
      γενική του εξουσιαστή των εξουσιαστών
    αιτιατική τον εξουσιαστή τους εξουσιαστές
     κλητική εξουσιαστή εξουσιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξουσιαστής < ελληνιστική κοινή ἐξουσιαστής

Ουσιαστικό

εξουσιαστής αρσενικό (θηλυκό: εξουσιάστρια & εξουσιάστρα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.