εξουσιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξουσιαστικός | η | εξουσιαστική | το | εξουσιαστικό |
| γενική | του | εξουσιαστικού | της | εξουσιαστικής | του | εξουσιαστικού |
| αιτιατική | τον | εξουσιαστικό | την | εξουσιαστική | το | εξουσιαστικό |
| κλητική | εξουσιαστικέ | εξουσιαστική | εξουσιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξουσιαστικοί | οι | εξουσιαστικές | τα | εξουσιαστικά |
| γενική | των | εξουσιαστικών | των | εξουσιαστικών | των | εξουσιαστικών |
| αιτιατική | τους | εξουσιαστικούς | τις | εξουσιαστικές | τα | εξουσιαστικά |
| κλητική | εξουσιαστικοί | εξουσιαστικές | εξουσιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξουσιαστικός < ελληνιστική κοινή ἐξουσιαστικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εξουσία
Μεταφράσεις
εξουσιαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.