αυτεξούσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτεξούσιος | η | αυτεξούσια | το | αυτεξούσιο |
| γενική | του | αυτεξούσιου | της | αυτεξούσιας | του | αυτεξούσιου |
| αιτιατική | τον | αυτεξούσιο | την | αυτεξούσια | το | αυτεξούσιο |
| κλητική | αυτεξούσιε | αυτεξούσια | αυτεξούσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτεξούσιοι | οι | αυτεξούσιες | τα | αυτεξούσια |
| γενική | των | αυτεξούσιων | των | αυτεξούσιων | των | αυτεξούσιων |
| αιτιατική | τους | αυτεξούσιους | τις | αυτεξούσιες | τα | αυτεξούσια |
| κλητική | αυτεξούσιοι | αυτεξούσιες | αυτεξούσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτεξούσιος < ελληνιστική κοινή αὐτεξούσιος. Μορφολογικά: εαυτός + εξουσιάζω
Επίθετο
αυτεξούσιος, -α, -ο
- που εξουσιάζει τον εαυτό του, ο κύριος του εαυτού του, ο μη υποκείμενος στην εξουσία άλλου, ανεξάρτητος, ελεύθερος.
- (νομικός όρος) που μπορεί να ασκήσει όλα τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα
- ≈ συνώνυμα: λατινικός όρος homo sui juris
Σημειώσεις
Το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αυτεξούσιο σημαίνει την ικανότητα ή το δικαίωμα να είναι κάποιος αυτεξούσιος, την αυτεξουσιότητα.
Εκφράσεις
- το αυτεξούσιον της βουλήσεως
Παράγωγα
- αυτεξούσια (επίρρημα)
- αυτεξουσιότης (καθαρεύουσα / μεσαιωνική)
- αυτεξουσιότητα
- αυτεξουσίως (λόγιο επίρρημα)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.