εξουσιοδότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξουσιοδότηση οι εξουσιοδοτήσεις
      γενική της εξουσιοδότησης* των εξουσιοδοτήσεων
    αιτιατική την εξουσιοδότηση τις εξουσιοδοτήσεις
     κλητική εξουσιοδότηση εξουσιοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξουσιοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξουσιοδότηση < εξουσιοδοτώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autorisation)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksu.si.oˈðo.ti.si/

Ουσιαστικό

εξουσιοδότηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.