υπερεξουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερεξουσία | οι | υπερεξουσίες |
| γενική | της | υπερεξουσίας | των | υπερεξουσιών |
| αιτιατική | την | υπερεξουσία | τις | υπερεξουσίες |
| κλητική | υπερεξουσία | υπερεξουσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.ksuˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρε‐ξου‐σί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐περ‐ε‐ξου‐σί‐α
Ουσιαστικό
υπερεξουσία θηλυκό
- εξουσία που έχει ενισχυθεί και με επιπλέον αρμοδιότητες ή δικαιοδοσίες, πέρα από τις συνήθεις
Μεταφράσεις
υπερεξουσία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.