εξεζητημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξεζητημένος | η | εξεζητημένη | το | εξεζητημένο |
| γενική | του | εξεζητημένου | της | εξεζητημένης | του | εξεζητημένου |
| αιτιατική | τον | εξεζητημένο | την | εξεζητημένη | το | εξεζητημένο |
| κλητική | εξεζητημένε | εξεζητημένη | εξεζητημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξεζητημένοι | οι | εξεζητημένες | τα | εξεζητημένα |
| γενική | των | εξεζητημένων | των | εξεζητημένων | των | εξεζητημένων |
| αιτιατική | τους | εξεζητημένους | τις | εξεζητημένες | τα | εξεζητημένα |
| κλητική | εξεζητημένοι | εξεζητημένες | εξεζητημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξεζητημένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξεζητημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκζητέω/ἐκζητῶ (επιδιωκόμενος με ζήλο)[1] (απαιτώ απολογισμό) (σημασιολογικό δάνειο από την ελληνιστική κοινή ἐξεζητημένως) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kse.zi.tiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐ζη‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή
εξεζητημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκζητώ
- που φροντίζει υπερβολικά να είναι τέλειος ή ασυνήθιστος
- παράξενος
- που προσποιείται
Συγγενικά
- εξεζητημένα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
εξεζητημένος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- εξεζητημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.