επιτηδευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτηδευμένος η επιτηδευμένη το επιτηδευμένο
      γενική του επιτηδευμένου της επιτηδευμένης του επιτηδευμένου
    αιτιατική τον επιτηδευμένο την επιτηδευμένη το επιτηδευμένο
     κλητική επιτηδευμένε επιτηδευμένη επιτηδευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτηδευμένοι οι επιτηδευμένες τα επιτηδευμένα
      γενική των επιτηδευμένων των επιτηδευμένων των επιτηδευμένων
    αιτιατική τους επιτηδευμένους τις επιτηδευμένες τα επιτηδευμένα
     κλητική επιτηδευμένοι επιτηδευμένες επιτηδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιτηδευμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτετηδευμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπιτηδεύομαι (εξασκημένος με τέχνη και όχι από τη φύση του) χωρίς τον αναδιπλασιασμό[1]  δείτε επιτηδεύομαι, ρήμα στην παθητική φωνή

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ti.ðevˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτηδευμένος

Μετοχή

επιτηδευμένος -η, ο

  1. που έχει συμπεριφορά ή ύφος προσεγμένο σε υπερβολικό βαθμό
  2. που είναι ψεύτικος με τρόπο συγκαλυμμένο, χωρίς γνησιότητα
     συνώνυμα: πλαστός, προσποιητός

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη επιτήδειος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.