ἐξεζητημένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μετοχή
ἐξεζητημένος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος grc / ἐκζητῶ
- επιδιωκόμενος με ζήλο
- εξονυχιστικός, λεπτομερής
- → χρειάζεται παράθεμα
Κλίση
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐξεζητημένος | ἡ | ἐξεζητημένη | τὸ | ἐξεζητημένον |
| γενική | τοῦ | ἐξεζητημένου | τῆς | ἐξεζητημένης | τοῦ | ἐξεζητημένου |
| δοτική | τῷ | ἐξεζητημένῳ | τῇ | ἐξεζητημένῃ | τῷ | ἐξεζητημένῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐξεζητημένον | τὴν | ἐξεζητημένην | τὸ | ἐξεζητημένον |
| κλητική ὦ! | ἐξεζητημένε | ἐξεζητημένη | ἐξεζητημένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐξεζητημένοι | αἱ | ἐξεζητημέναι | τὰ | ἐξεζητημένᾰ |
| γενική | τῶν | ἐξεζητημένων | τῶν | ἐξεζητημένων | τῶν | ἐξεζητημένων |
| δοτική | τοῖς | ἐξεζητημένοις | ταῖς | ἐξεζητημέναις | τοῖς | ἐξεζητημένοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐξεζητημένους | τὰς | ἐξεζητημένᾱς | τὰ | ἐξεζητημένᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐξεζητημένοι | ἐξεζητημέναι | ἐξεζητημένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξεζητημένω | τὼ | ἐξεζητημένᾱ | τὼ | ἐξεζητημένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐξεζητημένοιν | τοῖν | ἐξεζητημέναιν | τοῖν | ἐξεζητημένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- «εξεζητημένος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.