σκόπιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκόπιμος η σκόπιμη το σκόπιμο
      γενική του σκόπιμου της σκόπιμης του σκόπιμου
    αιτιατική τον σκόπιμο τη σκόπιμη το σκόπιμο
     κλητική σκόπιμε σκόπιμη σκόπιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκόπιμοι οι σκόπιμες τα σκόπιμα
      γενική των σκόπιμων των σκόπιμων των σκόπιμων
    αιτιατική τους σκόπιμους τις σκόπιμες τα σκόπιμα
     κλητική σκόπιμοι σκόπιμες σκόπιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκόπιμος < (ελληνιστική κοινή) σκόπιμος < αρχαία ελληνική σκοπός

Επίθετο

σκόπιμος, -η, -ο

  1. που γίνεται για να διευκολύνει κάποιον σκοπό
     συνώνυμα: χρήσιμος
     αντώνυμα: άσκοπος
  2. που έχει μελετηθεί από πριν
     συνώνυμα: εσκεμμένος, προμελετημένος
     αντώνυμα: τυχαίος

Συγγενικά

Σύνθετα

  • σκόπιμη συνάρτηση ή συνάρτηση σκοπού (objective function)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.