σκόπιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκόπιμος | η | σκόπιμη | το | σκόπιμο |
| γενική | του | σκόπιμου | της | σκόπιμης | του | σκόπιμου |
| αιτιατική | τον | σκόπιμο | τη | σκόπιμη | το | σκόπιμο |
| κλητική | σκόπιμε | σκόπιμη | σκόπιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκόπιμοι | οι | σκόπιμες | τα | σκόπιμα |
| γενική | των | σκόπιμων | των | σκόπιμων | των | σκόπιμων |
| αιτιατική | τους | σκόπιμους | τις | σκόπιμες | τα | σκόπιμα |
| κλητική | σκόπιμοι | σκόπιμες | σκόπιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκόπιμος < (ελληνιστική κοινή) σκόπιμος < αρχαία ελληνική σκοπός
Επίθετο
σκόπιμος, -η, -ο
Συγγενικά
- σκόπιμα, σκοπίμως
- σκοπιμότητα
- → δείτε τη λέξη σκοπός
Σύνθετα
- σκόπιμη συνάρτηση ή συνάρτηση σκοπού (objective function)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.