elaborate

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

elaborate < (άμεσο δάνειο) λατινική elaboratus

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪˈlab(ə)rət/ (επίθετο)
ΔΦΑ : /ɪˈlabəreɪt/ (ρήμα)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός elaborate
συγκριτικός more elaborate
υπερθετικός most elaborate

elaborate (en)

  1. καλοδουλεμένος, περίτεχνος
  2. επιδεικτικός, περίπλοκος, με υπερβολική λεπτομέρεια

Ρήμα

ενεστώτας elaborate
γ΄ ενικό ενεστώτα elaborates
αόριστος elaborated
παθητική μετοχή elaborated
ενεργητική μετοχή elaborating

elaborate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω πιο αναλυτικά μία ιδέα, επεκτείνομαι αναλυτικότερα/λεπτομερέστερα/επεξηγηματικά πάνω στο θέμα
    He elaborated on his plan at great length/in great detail.
    Ανέπτυξε το σχέδιο του δια μακρών/λεπτομερώς.
     συνώνυμα:  expand on, expand upon και expound
  2. επεξεργάζομαι

Εκφράσεις

  • elaborate on (something): αναπτύσσω επί του (θέματος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.