sophisticated

Αγγλικά (en)

Επίθετο

sophisticated (en)

  1. έμπειρος, πολύπειρος
  2. κομψός, εκλεπτυσμένος, ανώτερου επιπέδου/κλάσης, πρώτος, όμορφος, ποιοτικός
  3. σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, δύσκολος, δυσνόητος
  4. εγκεφαλικός (όχι συναισθηματικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.