sophisticated

Αγγλικά (en)

Επίθετο
sophisticated (en)
- έμπειρος, πολύπειρος
- κομψός, εκλεπτυσμένος, ανώτερου επιπέδου/κλάσης, πρώτος, όμορφος, ποιοτικός
- σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, δύσκολος, δυσνόητος
- εγκεφαλικός (όχι συναισθηματικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.