πάτερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάτερ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάτερ, κλητική της λέξης πατήρ.[1] Παρόμοια χρήση και στη μεσαιωνική ελληνική πάτερ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.teɾ/
Ουσιαστικό
πάτερ αρσενικό άκλιτο
- (προσφώνηση ιερέων)
- (λόγιο) πατέρας
- (προτακτικό) άκλιτο: πατέρας στην έκφραση:
Σημειώσεις
- «Δεν σημειώνεται ενωτικό στα προτακτικά κυρ, καπετάν, και πάτερ»[2]
Πολυλεκτικοί όροι
- Πάτερ ημών - Πάτερ ἡμῶν
- πάτερ φαμίλιας
- λατινικά: pater familias
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πάτερ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.