μπαρμπα-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαρμπα- < μπάρμπας, με εξασθένιση της λέξης που λειτουργεί ως πρόθημα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /bar.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαρμπα-

Πρόθημα

μπαρμπα- ή μπαρμπ- σε σύνθεση] αν ακολουθεί φθόγγος [a]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.