αγιο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγιο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιο- < ἅγι(ος) + -ο-
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /a.ʝo/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο-
Πρόθημα 1
αγιο-, αγιό- & αγι- πριν από το φωνήεν α
- το επίθετο άγιος ως πρώτο συνθετικό σε προσδιοριστικά ή κτητικά σύνθετα επίθετα, ουσιαστικά
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /a.ʝi.o/ (χωρίς συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ο-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγιό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγι- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
αγιο-
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.