σύνθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύνθεση | οι | συνθέσεις |
| γενική | της | σύνθεσης* | των | συνθέσεων |
| αιτιατική | τη | σύνθεση | τις | συνθέσεις |
| κλητική | σύνθεση | συνθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύνθεση < αρχαία ελληνική σύνθεσις
Ουσιαστικό
σύνθεση θηλυκό
- ο σχηματισμός συνθετότερων από τον συνδυασμό των απλούστερων
- (γλωσσολογία) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από την ένωση των θεμάτων δύο άλλων λέξεων
- (φιλοσοφία) ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης
- (χημεία) ο σχηματισμός συνθετότερων μορίων μέσα από μια χημική αντίδραση
- ο συνδυασμός πληροφοριών από διάφορες πηγές και η ερμηνεία τους ως σύνολο
- (μουσική) μουσικό έργο
- (παρωχημένο) η μαθητική έκθεση
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η χρήση αντικειμένων που περιέχουν άλλα αντικείμενα ως μέλη δεδομένων
Μεταφράσεις
σύνθεση
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.