περιστασιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιστασιακός | η | περιστασιακή | το | περιστασιακό |
| γενική | του | περιστασιακού | της | περιστασιακής | του | περιστασιακού |
| αιτιατική | τον | περιστασιακό | την | περιστασιακή | το | περιστασιακό |
| κλητική | περιστασιακέ | περιστασιακή | περιστασιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιστασιακοί | οι | περιστασιακές | τα | περιστασιακά |
| γενική | των | περιστασιακών | των | περιστασιακών | των | περιστασιακών |
| αιτιατική | τους | περιστασιακούς | τις | περιστασιακές | τα | περιστασιακά |
| κλητική | περιστασιακοί | περιστασιακές | περιστασιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιστασιακός < → δείτε τις λέξεις περίσταση και -ιακός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά circonstanciel)
Επίθετο
περιστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αφορά μια συγκεκριμένη περίσταση
- που συμβαίνει εξαιτίας ορισμένων συγκυριών ή περιστάσεων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περιστασιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.