μαστρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαστρο- < μεσαιωνική ελληνική μάστρος < μάστορας

Πρόθημα

μαστρο- άκλιτο

  1. (λαϊκότροπο) άκλιτη και άτονη προτακτική λέξη σε χαλαρά σύνθετα αρσενικά. Πρόθημα που ακολουθείται από το ενωτικό - και ένα κύριο όνομα
    μαστρο-Γιώργης
  2. πρόθημα επωνύμων
    Μαστροκώστα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.