ενθαρρύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενθαρρύνω < εν- + θάρρος + -ύνω (αρχαία ελληνική θαρρύνω)
Ρήμα
ενθαρρύνω, πρτ.: ενθάρρυνα και ενεθάρρυνα, στ.μέλλ.: θα ενθαρρύνω, αόρ.: ενθάρρυνα και ενεθάρρυνα, παθ.φωνή: ενθαρρύνομαι, μτχ.π.π.: ενθαρρυμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.