ψυχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχικός | η | ψυχική | το | ψυχικό |
| γενική | του | ψυχικού | της | ψυχικής | του | ψυχικού |
| αιτιατική | τον | ψυχικό | την | ψυχική | το | ψυχικό |
| κλητική | ψυχικέ | ψυχική | ψυχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχικοί | οι | ψυχικές | τα | ψυχικά |
| γενική | των | ψυχικών | των | ψυχικών | των | ψυχικών |
| αιτιατική | τους | ψυχικούς | τις | ψυχικές | τα | ψυχικά |
| κλητική | ψυχικοί | ψυχικές | ψυχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχικός < αρχαία ελληνική ψυχικός
Επίθετο
ψυχικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την ψυχή
- ψυχικός κόσμος
- ψυχικό σθένος
- ψυχική νόσος
- ψυχικές διαταραχές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψυχικός < ψυχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.