εμπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμπάθεια | οι | εμπάθειες |
| γενική | της | εμπάθειας | των | εμπαθειών |
| αιτιατική | την | εμπάθεια | τις | εμπάθειες |
| κλητική | εμπάθεια | εμπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμπάθεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος) < αρχαία ελληνική ἐμπαθής < → δείτε τη λέξη πάσχω. Μορφολογικά αναλύεται σε εμ- + -πάθεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /emˈba.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπά‐θει‐α
Ουσιαστικό
εμπάθεια θηλυκό
- έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου
- ↪ Η εμπάθεια απέναντι στον Χ τον κάνει να χάνει τη συνηθισμένη ψυχραιμία και ευθυκρισία του.
- (χριστιανισμός) η πλήρωση της ψυχής με αμαρτωλά πάθη
- ≈ συνώνυμα: ηδυπάθεια, προσπάθεια
- ≠ αντώνυμα: απάθεια
- ※ Λέει και ο άγιος Ηλίας ο 'Εκδικος: «Κακή ύλη του σώματος είναι η εμπάθεια· της ψυχής, η ηδυπάθεια· του νου η προσπάθεια (η εμπαθής κλίση). Της πρώτης όργανο είναι η αφή· της δεύτερης, οι λοιπές αισθήσεις· της τελευταίας, η διάθεση εναντιώσεως». (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, ε' 88).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.