empathie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

empathie < en + -pathie, κατά το sympathie

Προφορά

ΔΦΑ : /ɑ̃.pa.ti/

Ουσιαστικό

empathie (fr) θηλυκό

  • (φιλοσοφία, ψυχολογία) η ενσυναίσθηση, βαθιά επικοινωνία με τον άλλον μέσω της συναισθηματικής ταύτισης ή κατανόησης.

Ψευδόφιλες λέξεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.