πλήρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλήρωση οι πληρώσεις
      γενική της πλήρωσης* των πληρώσεων
    αιτιατική την πλήρωση τις πληρώσεις
     κλητική πλήρωση πληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλήρωση < αρχαία ελληνική πλήρωσις < πληρόω / πληρῶ < πλήρης

Ουσιαστικό

πλήρωση θηλυκό

  1. (λόγιο) η τοποθέτηση ποσότητας μέσα σε κάτι για να γεμίσει
     συνώνυμα: γέμισμα
  2. (λόγιο) η κάλυψη κενού ή ανάγκης
     συνώνυμα: ικανοποίηση, εκπλήρωση
  3. (λόγιο) η τελείωση, η ολοκλήρωση
  4. (λόγιο) η εκτέλεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.