πλήρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλήρωση | οι | πληρώσεις |
| γενική | της | πλήρωσης* | των | πληρώσεων |
| αιτιατική | την | πλήρωση | τις | πληρώσεις |
| κλητική | πλήρωση | πληρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πληρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλήρωση < αρχαία ελληνική πλήρωσις < πληρόω / πληρῶ < πλήρης
Ουσιαστικό
πλήρωση θηλυκό
- (λόγιο) η τοποθέτηση ποσότητας μέσα σε κάτι για να γεμίσει
- (λόγιο) η κάλυψη κενού ή ανάγκης
- (λόγιο) η τελείωση, η ολοκλήρωση
- (λόγιο) η εκτέλεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.