απάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάθεια οι απάθειες
      γενική της απάθειας των απαθειών
    αιτιατική την απάθεια τις απάθειες
     κλητική απάθεια απάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απάθεια < αρχαία ελληνική ἀπάθεια < ἀπαθής < ἀ- στερητικό + -πάθεια < πάθος

Ουσιαστικό

απάθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η απουσία πάθους, συναισθηματικής φόρτισης
  2. η απουσία αντίδρασης σε κρίσιμες περιστάσεις
  3. αδιαφορία, συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα όσα συμβαίνουν ή τις καταστάσεις
    • αντιμετώπιζε τους ασθενείς που υπέφεραν με απάθεια

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα
  • απαθειασμός (απάθεια + θείο), απαθεϊσμός (απάθεια + θεϊσμός), [βλέπε Wikipedia: apatheism]

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.