ψευδόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδόφιλος η ψευδόφιλη το ψευδόφιλο
      γενική του ψευδόφιλου της ψευδόφιλης του ψευδόφιλου
    αιτιατική τον ψευδόφιλο την ψευδόφιλη το ψευδόφιλο
     κλητική ψευδόφιλε ψευδόφιλη ψευδόφιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδόφιλοι οι ψευδόφιλες τα ψευδόφιλα
      γενική των ψευδόφιλων των ψευδόφιλων των ψευδόφιλων
    αιτιατική τους ψευδόφιλους τις ψευδόφιλες τα ψευδόφιλα
     κλητική ψευδόφιλοι ψευδόφιλες ψευδόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψευδόφιλος < (ψευδής) + ψευδό- + -φιλος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική faux ami

Επίθετο

ψευδόφιλος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.