passion
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
passion
(en)
το
πάθος
, το δυνατό συναίσθημα, ο
νταλκάς
το
πάθος
, ο ενθουσιασμός, η αποφασιστικότητα
το αντικείμενο του
πάθους
τα
Πάθη
του Χριστού
ένα είδος μουσικής σύνθεσης
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
passion
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
ΔΦΑ
: /
pa.sjɔ̃
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
passion
passions
passion
(fr)
θηλυκό
το
πάθος
η έντονη
επιθυμία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.