ηδυπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηδυπάθεια οι ηδυπάθειες
      γενική της ηδυπάθειας των ηδυπαθειών
    αιτιατική την ηδυπάθεια τις ηδυπάθειες
     κλητική ηδυπάθεια ηδυπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ηδυπάθεια < αρχαία ελληνική ἡδυπάθεια < ἡδύς + πάσχω

Ουσιαστικό

ηδυπάθεια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.