empathy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
empathy (en)
- ενσυναίσθηση, συναισθηματική ταύτιση και βαθιά επικοινωνία με τον άλλον
- (κάποιες φορές) συμπονετικότητα, συμπόνια που πηγάζει από την θεμέλια empathy

Σημειώσεις
pseudo-empathy: ουδέτερη ενσυναίσθηση, ικανότητα κατανόησης των συναισθημάτων του άλλου ασχέτως εάν θα ενεργήσεις βοηθητικά, παραμείνεις απαθής ή εκμεταλλευτείς ωφελιμιστικά αυτήν την γνώση σου, ψευδο-ενσυναίσθηση με "ρυθμιστικό διακόπτη"
Ψευδόφιλες λέξεις
- νέα ελληνική: εμπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.