εμπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπαθής | η | εμπαθής | το | εμπαθές |
| γενική | του | εμπαθούς* | της | εμπαθούς | του | εμπαθούς |
| αιτιατική | τον | εμπαθή | την | εμπαθή | το | εμπαθές |
| κλητική | εμπαθή(ς) | εμπαθής | εμπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπαθείς | οι | εμπαθείς | τα | εμπαθή |
| γενική | των | εμπαθών | των | εμπαθών | των | εμπαθών |
| αιτιατική | τους | εμπαθείς | τις | εμπαθείς | τα | εμπαθή |
| κλητική | εμπαθείς | εμπαθείς | εμπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμπαθής < αρχαία ελληνική ἐμπαθής < εμ- + -παθής < πάθος < πάσχω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική passionnel)
Επίθετο
εμπαθής
Μεταφράσεις
εμπαθής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.