ἐμπάθεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐμπάθειᾰ | αἱ | ἐμπάθειαι | ||||
| γενική | τῆς | ἐμπαθείᾱς | τῶν | ἐμπαθειῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἐμπαθείᾳ | ταῖς | ἐμπαθείαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐμπάθειᾰν | τὰς | ἐμπαθείᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐμπάθειᾰ | ἐμπάθειαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμπαθείᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐμπαθείαιν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐμπάθεια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐμπαθ(ής) + -εια. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ἐμ- + -πάθεια. Διαφορετικό το νεοελληνικό εμπάθεια.
Απόγονοι
ἐμπάθεια (ελληνιστική κοινή)
- ⇘ νέα ελληνικά: εμπάθεια (αρνητική σημασία)
- ↷ αγγλικά: empathy (νεολογισμός αρχής 20ού αιώνα, θετική σημασία)
Αναφορές
- s.v. «εμπαθής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐμπάθεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπάθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.