εμβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμβάλλω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω
Ρήμα
εμβάλλω
Συγγενικά
- ανεμβολίαστος
- αυτεμβόλιο
- εμβολή
- εμβολιάζω
- εμβολιασμός
- εμβολίζω
- εμβόλιμα
- εμβόλιμος
- εμβόλιο
- εμβολιοθεραπεία
- εμβολισμός
- έμβολο
- εμβολοφόρος
- μπόλιασμα
- παρεμβάλλω
- παρεμβολή
- → δείτε τις λέξεις εν και βάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.