εμβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμβάλλω < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

Ρήμα

εμβάλλω

  1. ρίχνω μέσα, τοποθετώ (κάτι) εντός
     συνώνυμα: βάζω, ενθέτω
     αντώνυμα: βγάζω, εξάγω, εκβάλλω
  2. προκαλώ κάτι, εμπνέω
      η συμπεριφορά του ενέβαλε σε σκέψεις τους φίλους του
     συνώνυμα: δημιουργώ, εμποιώ, εμφυσώ, ενσταλάζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.