εμπνέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπνέω < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew- (πνέω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspirer)
Προφορά
- ΔΦΑ : /emˈbne.o/
Ρήμα
εμπνέω (παθητική φωνή: εμπνέομαι)
Συγγενικά
- έμπνευση
- εμπνευσμένος
- εμπνευστής
- εμπνεύστρια
- → δείτε τις λέξεις εν και πνέω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εμπνέω | ενέπνεα | θα εμπνέω | να εμπνέω | εμπνέοντας | |
| β' ενικ. | εμπνέεις | ενέπνεες | θα εμπνέεις | να εμπνέεις | έμπνεε | |
| γ' ενικ. | εμπνέει | ενέπνεε | θα εμπνέει | να εμπνέει | ||
| α' πληθ. | εμπνέουμε | εμπνέαμε | θα εμπνέουμε | να εμπνέουμε | ||
| β' πληθ. | εμπνέετε | εμπνέατε | θα εμπνέετε | να εμπνέετε | εμπνέετε | |
| γ' πληθ. | εμπνέουν(ε) | ενέπνεαν εμπνέαν(ε) |
θα εμπνέουν(ε) | να εμπνέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενέπνευσα | θα εμπνεύσω | να εμπνεύσω | εμπνεύσει | ||
| β' ενικ. | ενέπνευσες | θα εμπνεύσεις | να εμπνεύσεις | έμπνευσε | ||
| γ' ενικ. | ενέπνευσε | θα εμπνεύσει | να εμπνεύσει | |||
| α' πληθ. | εμπνεύσαμε | θα εμπνεύσουμε | να εμπνεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εμπνεύσατε | θα εμπνεύσετε | να εμπνεύσετε | εμπνεύστε | ||
| γ' πληθ. | ενέπνευσαν εμπνεύσαν(ε) |
θα εμπνεύσουν(ε) | να εμπνεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εμπνεύσει | είχα εμπνεύσει | θα έχω εμπνεύσει | να έχω εμπνεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εμπνεύσει | είχες εμπνεύσει | θα έχεις εμπνεύσει | να έχεις εμπνεύσει | έχε εμπνευσμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εμπνεύσει | είχε εμπνεύσει | θα έχει εμπνεύσει | να έχει εμπνεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εμπνεύσει | είχαμε εμπνεύσει | θα έχουμε εμπνεύσει | να έχουμε εμπνεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εμπνεύσει | είχατε εμπνεύσει | θα έχετε εμπνεύσει | να έχετε εμπνεύσει | έχετε εμπνευσμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εμπνεύσει | είχαν εμπνεύσει | θα έχουν εμπνεύσει | να έχουν εμπνεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εμπνευσμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εμπνευσμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εμπνευσμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εμπνευσμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.