εμπνέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπνέω < αρχαία ελληνική ἐμπνέω < ἐν + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pnew- (πνέω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspirer)

Προφορά

ΔΦΑ : /emˈbne.o/

Ρήμα

εμπνέω (παθητική φωνή: εμπνέομαι)

  1. δημιουργώ ή προκαλώ έμπνευση
  2. δημιουργώ ή προκαλώ αίσθημα πλήρωσης ή ευφρόσυνης (πνευματικής ή ψυχικής) διάθεσης

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.