αυτεμβόλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτεμβόλιο τα αυτεμβόλια
      γενική του αυτεμβόλιου
& αυτεμβολίου
των αυτεμβόλιων
& αυτεμβολίων
    αιτιατική το αυτεμβόλιο τα αυτεμβόλια
     κλητική αυτεμβόλιο αυτεμβόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτεμβόλιο < αυτο- + εμβόλιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autovaccine)

Ουσιαστικό

αυτεμβόλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.