παρεμβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρεμβάλλω < αρχαία ελληνική παρεμβάλλω < παρά + ἐν + βάλλω
Ρήμα
παρεμβάλλω
- προσθέτω κάτι ανάμεσα (π.χ. όταν μιλάμε για ένα κείμενο, μπορεί να διακριθεί η παρεμβολή σε κάποιο υπερβατό)
Μεταφράσεις
παρεμβάλλω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.