ἐμβάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐμβάλλω < (ἐν-) ἐμ + βάλλω

Ρήμα

ἐμβάλλω

  1. ρίχνω μέσα
    βάζω μέσα στο μυαλό κάποιου
  2. εισβάλλω (με στρατό)
  3. συντρίβω, χτυπάω
  4. (για ποταμό) εκβάλλομαι, χύνομαι
  5. (στη μέση φωνή)  δείτε τη λέξη ἐμβάλλομαι

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.