εκβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + βάλλω

Ρήμα

εκβάλλω

  1. (αμετάβατο) (για ποταμό) χύνομαι, καταλήγω
  2. (μεταβατικό) βγάζω κάποιον έξω από ένα χώρο, συνήθως με βίαιο τρόπο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βάλλω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.