παρεμβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεμβολή οι παρεμβολές
      γενική της παρεμβολής των παρεμβολών
    αιτιατική την παρεμβολή τις παρεμβολές
     κλητική παρεμβολή παρεμβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρεμβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεμβολή (εισαγωγή) < παρεμβάλλω < παρά (παρ-) + ἐμβάλλω < ἐν (ἐμ-) + βάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeɱ.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεμβολή

Ουσιαστικό

παρεμβολή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρεμβάλλω
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρεμβολή αἱ παρεμβολαί
      γενική τῆς παρεμβολῆς τῶν παρεμβολῶν
      δοτική τῇ παρεμβολ ταῖς παρεμβολαῖς
    αιτιατική τὴν παρεμβολήν τὰς παρεμβολᾱ́ς
     κλητική ! παρεμβολή παρεμβολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεμβολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παρεμβολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.