εμβολοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η εμβολοφόρος το εμβολοφόρο
      γενική του/της εμβολοφόρου του εμβολοφόρου
    αιτιατική τον/την εμβολοφόρο το εμβολοφόρο
     κλητική εμβολοφόρε εμβολοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβολοφόροι τα εμβολοφόρα
      γενική των εμβολοφόρων των εμβολοφόρων
    αιτιατική τους/τις εμβολοφόρους τα εμβολοφόρα
     κλητική εμβολοφόροι εμβολοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβολοφόρος < έμβολ(ο) + -ο- + -φόρος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vo.loˈfo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβολοφόρος

Επίθετο

εμβολοφόρος, -ος, -ο

  1. (μηχανολογία) που φέρει έμβολα
    εμβολοφόρος μηχανή
  2. (ναυτικός όρος) για σκάφος που έχει πρωραίο έμβολο
    εμβολοφόρο πλοίο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.