εμβολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμβολιάζω < εμβόλι(ο) + -άζω, εμ- μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική μπολιάζω) [1]
Ρήμα
εμβολιάζω, αόρ.: εμβολίασα, παθ.φωνή: εμβολιάζομαι, π.αόρ.: εμβολιάστηκα, μτχ.π.π.: εμβολιασμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εμβολιάζω | εμβολίαζα | θα εμβολιάζω | να εμβολιάζω | εμβολιάζοντας | |
| β' ενικ. | εμβολιάζεις | εμβολίαζες | θα εμβολιάζεις | να εμβολιάζεις | εμβολίαζε | |
| γ' ενικ. | εμβολιάζει | εμβολίαζε | θα εμβολιάζει | να εμβολιάζει | ||
| α' πληθ. | εμβολιάζουμε | εμβολιάζαμε | θα εμβολιάζουμε | να εμβολιάζουμε | ||
| β' πληθ. | εμβολιάζετε | εμβολιάζατε | θα εμβολιάζετε | να εμβολιάζετε | εμβολιάζετε | |
| γ' πληθ. | εμβολιάζουν(ε) | εμβολίαζαν εμβολιάζαν(ε) |
θα εμβολιάζουν(ε) | να εμβολιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εμβολίασα | θα εμβολιάσω | να εμβολιάσω | εμβολιάσει | ||
| β' ενικ. | εμβολίασες | θα εμβολιάσεις | να εμβολιάσεις | εμβολίασε | ||
| γ' ενικ. | εμβολίασε | θα εμβολιάσει | να εμβολιάσει | |||
| α' πληθ. | εμβολιάσαμε | θα εμβολιάσουμε | να εμβολιάσουμε | |||
| β' πληθ. | εμβολιάσατε | θα εμβολιάσετε | να εμβολιάσετε | εμβολιάστε | ||
| γ' πληθ. | εμβολίασαν εμβολιάσαν(ε) |
θα εμβολιάσουν(ε) | να εμβολιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εμβολιάσει | είχα εμβολιάσει | θα έχω εμβολιάσει | να έχω εμβολιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εμβολιάσει | είχες εμβολιάσει | θα έχεις εμβολιάσει | να έχεις εμβολιάσει | έχε εμβολιασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εμβολιάσει | είχε εμβολιάσει | θα έχει εμβολιάσει | να έχει εμβολιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εμβολιάσει | είχαμε εμβολιάσει | θα έχουμε εμβολιάσει | να έχουμε εμβολιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εμβολιάσει | είχατε εμβολιάσει | θα έχετε εμβολιάσει | να έχετε εμβολιάσει | έχετε εμβολιασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εμβολιάσει | είχαν εμβολιάσει | θα έχουν εμβολιάσει | να έχουν εμβολιάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εμβολιασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εμβολιασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εμβολιασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εμβολιασμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εμβολιάζομαι | εμβολιαζόμουν(α) | θα εμβολιάζομαι | να εμβολιάζομαι | εμβολιαζόμενος | |
| β' ενικ. | εμβολιάζεσαι | εμβολιαζόσουν(α) | θα εμβολιάζεσαι | να εμβολιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εμβολιάζεται | εμβολιαζόταν(ε) | θα εμβολιάζεται | να εμβολιάζεται | ||
| α' πληθ. | εμβολιαζόμαστε | εμβολιαζόμαστε εμβολιαζόμασταν |
θα εμβολιαζόμαστε | να εμβολιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εμβολιάζεστε | εμβολιαζόσαστε εμβολιαζόσασταν |
θα εμβολιάζεστε | να εμβολιάζεστε | (εμβολιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | εμβολιάζονται | εμβολιάζονταν εμβολιαζόντουσαν |
θα εμβολιάζονται | να εμβολιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εμβολιάστηκα | θα εμβολιαστώ | να εμβολιαστώ | εμβολιαστεί | ||
| β' ενικ. | εμβολιάστηκες | θα εμβολιαστείς | να εμβολιαστείς | εμβολιάσου | ||
| γ' ενικ. | εμβολιάστηκε | θα εμβολιαστεί | να εμβολιαστεί | |||
| α' πληθ. | εμβολιαστήκαμε | θα εμβολιαστούμε | να εμβολιαστούμε | |||
| β' πληθ. | εμβολιαστήκατε | θα εμβολιαστείτε | να εμβολιαστείτε | εμβολιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | εμβολιάστηκαν εμβολιαστήκαν(ε) |
θα εμβολιαστούν(ε) | να εμβολιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εμβολιαστεί | είχα εμβολιαστεί | θα έχω εμβολιαστεί | να έχω εμβολιαστεί | εμβολιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εμβολιαστεί | είχες εμβολιαστεί | θα έχεις εμβολιαστεί | να έχεις εμβολιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εμβολιαστεί | είχε εμβολιαστεί | θα έχει εμβολιαστεί | να έχει εμβολιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εμβολιαστεί | είχαμε εμβολιαστεί | θα έχουμε εμβολιαστεί | να έχουμε εμβολιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εμβολιαστεί | είχατε εμβολιαστεί | θα έχετε εμβολιαστεί | να έχετε εμβολιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εμβολιαστεί | είχαν εμβολιαστεί | θα έχουν εμβολιαστεί | να έχουν εμβολιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εμβολιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εμβολιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εμβολιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εμβολιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εμβολιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εμβολιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εμβολιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εμβολιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εμβολιάζω φυτά
|
Αναφορές
- εμβολιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
