μπόλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπόλιασμα | τα | μπολιάσματα |
| γενική | του | μπολιάσματος | των | μπολιασμάτων |
| αιτιατική | το | μπόλιασμα | τα | μπολιάσματα |
| κλητική | μπόλιασμα | μπολιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπόλιασμα < μπολιάζω + -μα < μπόλι < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω
Ουσιαστικό
μπόλιασμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (βοτανική) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω
-
μπόλιασμα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.