μπόλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπόλιασμα τα μπολιάσματα
      γενική του μπολιάσματος των μπολιασμάτων
    αιτιατική το μπόλιασμα τα μπολιάσματα
     κλητική μπόλιασμα μπολιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόλιασμα < μπολιάζω + -μα < μπόλι < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

Ουσιαστικό

μπόλιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.