εμβόλιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμβόλιμος | η | εμβόλιμη | το | εμβόλιμο |
| γενική | του | εμβόλιμου | της | εμβόλιμης | του | εμβόλιμου |
| αιτιατική | τον | εμβόλιμο | την | εμβόλιμη | το | εμβόλιμο |
| κλητική | εμβόλιμε | εμβόλιμη | εμβόλιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμβόλιμοι | οι | εμβόλιμες | τα | εμβόλιμα |
| γενική | των | εμβόλιμων | των | εμβόλιμων | των | εμβόλιμων |
| αιτιατική | τους | εμβόλιμους | τις | εμβόλιμες | τα | εμβόλιμα |
| κλητική | εμβόλιμοι | εμβόλιμες | εμβόλιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμβόλιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβόλιμος (πρόσθετος μήνας για τη διόρθωση αντιστοίχισης μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού μήνα) [1] < ἐμβάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɱˈvo.li.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βό‐λι‐μος
Επίθετο
εμβόλιμος, -η, -ο
- που παρεμβάλλεται σε μία ήδη γνωστή και καθορισμένη σειρά
- (φιλολογία) που έχει προστεθεί σε ένα κείμενο, αφού αυτό έχει ολοκληρωθεί, συνήθως χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού
Μεταφράσεις
εμβόλιμος
Αναφορές
- εμβόλιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.