εμβόλιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβόλιμος η εμβόλιμη το εμβόλιμο
      γενική του εμβόλιμου της εμβόλιμης του εμβόλιμου
    αιτιατική τον εμβόλιμο την εμβόλιμη το εμβόλιμο
     κλητική εμβόλιμε εμβόλιμη εμβόλιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβόλιμοι οι εμβόλιμες τα εμβόλιμα
      γενική των εμβόλιμων των εμβόλιμων των εμβόλιμων
    αιτιατική τους εμβόλιμους τις εμβόλιμες τα εμβόλιμα
     κλητική εμβόλιμοι εμβόλιμες εμβόλιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβόλιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβόλιμος (πρόσθετος μήνας για τη διόρθωση αντιστοίχισης μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού μήνα) [1] < ἐμβάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱˈvo.li.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβόλιμος

Επίθετο

εμβόλιμος, -η, -ο

  1. που παρεμβάλλεται σε μία ήδη γνωστή και καθορισμένη σειρά
  2. (φιλολογία) που έχει προστεθεί σε ένα κείμενο, αφού αυτό έχει ολοκληρωθεί, συνήθως χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.