εμβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμβολισμός | οι | εμβολισμοί |
| γενική | του | εμβολισμού | των | εμβολισμών |
| αιτιατική | τον | εμβολισμό | τους | εμβολισμούς |
| κλητική | εμβολισμέ | εμβολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εμβολισμός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | εμβολισμός | οἱ | εμβολισμοί |
| γενική | τοῦ | εμβολισμοῦ | τῶν | εμβολισμῶν |
| δοτική | τῷ | εμβολισμῷ | τοῖς | εμβολισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | εμβολισμόν | τοὺς | εμβολισμούς |
| κλητική ὦ! | εμβολισμέ | εμβολισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εμβολισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εμβολισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμβολισμός < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.