ενθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενθέτω < μεσαιωνική ελληνική ενθέτω < αρχαία ελληνική ἐντίθημι < τίθημι
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενθέτω | ενέθετα | θα ενθέτω | να ενθέτω | ενθέτοντας | |
| β' ενικ. | ενθέτεις | ενέθετες | θα ενθέτεις | να ενθέτεις | ενέθετε | |
| γ' ενικ. | ενθέτει | ενέθετε | θα ενθέτει | να ενθέτει | ||
| α' πληθ. | ενθέτουμε | ενθέταμε | θα ενθέτουμε | να ενθέτουμε | ||
| β' πληθ. | ενθέτετε | ενθέτατε | θα ενθέτετε | να ενθέτετε | ενθέτετε | |
| γ' πληθ. | ενθέτουν(ε) | ενέθεταν ενθέταν(ε) |
θα ενθέτουν(ε) | να ενθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενέθεσα | θα ενθέσω | να ενθέσω | ενθέσει | ||
| β' ενικ. | ενέθεσες | θα ενθέσεις | να ενθέσεις | ενέθεσε | ||
| γ' ενικ. | ενέθεσε | θα ενθέσει | να ενθέσει | |||
| α' πληθ. | ενθέσαμε | θα ενθέσουμε | να ενθέσουμε | |||
| β' πληθ. | ενθέσατε | θα ενθέσετε | να ενθέσετε | ενθέστε | ||
| γ' πληθ. | ενέθεσαν ενθέσαν(ε) |
θα ενθέσουν(ε) | να ενθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενθέσει | είχα ενθέσει | θα έχω ενθέσει | να έχω ενθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενθέσει | είχες ενθέσει | θα έχεις ενθέσει | να έχεις ενθέσει | έχε εντεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ενθέσει | είχε ενθέσει | θα έχει ενθέσει | να έχει ενθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενθέσει | είχαμε ενθέσει | θα έχουμε ενθέσει | να έχουμε ενθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενθέσει | είχατε ενθέσει | θα έχετε ενθέσει | να έχετε ενθέσει | έχετε εντεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ενθέσει | είχαν ενθέσει | θα έχουν ενθέσει | να έχουν ενθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εντεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εντεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εντεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εντεθειμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.