εμβολιοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβολιοθεραπεία οι εμβολιοθεραπείες
      γενική της εμβολιοθεραπείας των εμβολιοθεραπειών
    αιτιατική την εμβολιοθεραπεία τις εμβολιοθεραπείες
     κλητική εμβολιοθεραπεία εμβολιοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβολιοθεραπεία < εμβόλιο + -ο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

εμβολιοθεραπεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.