entry
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| entry | entries |
Ουσιαστικό
entry (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η είσοδος, η ενέργεια
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
- η είσοδος, ο τόπος
- μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
- το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
- (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.