admission
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
admission
(en)
η
παραδοχή
(πχ μιας παράνομης πράξης)
η
είσοδος
, η άδεια εισόδου
η
εισαγωγή
σε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα
η
εισαγωγή
για νοσηλεία σε νοσοκομείο
η
εισδοχή
σε έναν επαγγελματικό χώρο
admission
to the
bar
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.