entrance

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈentrəns/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
entrance entrances

entrance (en)

  1. η είσοδος, ο τόπος
    the front/back entrance - η μπροστινή/πίσω είσοδος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη entryway
  2. (συνήθως ενικός) η είσοδος, η ενέργεια
    We made a triumphant entrance.
    Κάναμε θριαμβευτική είσοδος.
     συνώνυμα: entry
  3. (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα ή την ευκαιρία να μπω σε ένα κτίριο ή μέρος
    an entrance fee - δικαίωμα εισόδου
    He didn’t allow her entrance.
    Δεν επίτρεψε την είσοδο σε αυτήν.
     συνώνυμα: entry

Ετυμολογία 2

entrance < en- + trance

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪnˈtræns/ (ΗΠΑ)

Ρήμα

ενεστώτας entrance
γ΄ ενικό ενεστώτα entrances
αόριστος entranced
παθητική μετοχή entranced
ενεργητική μετοχή entrancing

entrance (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)

  • ενθουσιάζω, συναρπάζω
    He is easily entranced.
    Ενθουσιάζεται εύκολα.
    The children were entranced by her stories.
    Είχε συναρπάσει τα παιδιά με τις ιστορίες της.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.